- ἕσεως
- ἕσεω̆ς , ἕσιςa sending forthfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράσχεσις — έσεως, ἡ, Α [παρέχω] παροχή, χορηγία («τὴν παράσχεσιν τῶν ἵππων», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
παρέκθεσις — έσεως, ἡ, Α παρεμβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκθεσις] … Dictionary of Greek
παραίρεσις — έσεως, ἡ, Α [παραιρώ] 1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.) 2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
παρασύνεσις — έσεως, ἡ, Α η μη ορθή νόηση, η παρανόηση … Dictionary of Greek
παραφαίρεσις — έσεως, ἡ, Α [παραφαιρώ] λαθραία, κρυφή αφαίρεση, υπεξαίρεση … Dictionary of Greek
πατριδιάθεσις — έσεως, ἡ, Μ η πατρική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τής λ. πατήρ, τρός + διάθεσις] … Dictionary of Greek
περίθεσις — έσεως, ἡ, Α [περιτίθημι] το να περιτίθεται, να τοποθετείται κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο («καὶ περιθέσεως χρυσίων», ΚΔ) … Dictionary of Greek
περιαίρεσις — έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ] μσν. άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας») (αρχ) 1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.) 2. μετακίνηση, απομάκρυνση 3. εκτομή 4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο … Dictionary of Greek
ποτίθεσις — έσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) η πρόσθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + θέσις] … Dictionary of Greek
προάνεσις — έσεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄνεσις «χαλάρωση»] … Dictionary of Greek